αγωνιατης

αγωνιατης
    ἀγωνιάτης
    -ου (ᾱτ) ὅ беспокойный человек Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγωνιατης" в других словарях:

  • αγωνιάτης — ἀγωνιάτης, ο (Α) [ἀγωνία] (για πρόσωπα) αυτός που αγωνιά, που αδημονεί, νευρικός, ανήσυχος …   Dictionary of Greek

  • ἀγωνιάτης — nervous person masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»